απονηστεύω

απονηστεύω
(AM ἀπονηστεύω)
λύνω, σταματώ τη νηστεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απονηστεύω — εψα, λύνω τη νηστεία, πασκάζω: Πολύ νωρίς απονηστέψαμε φέτος, παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”